- διαβούλιον
- διαβούλιονdebateneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαβουλίοις — διαβούλιον debate neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβουλίου — διαβούλιον debate neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβουλίων — διαβούλιον debate neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβουλίῳ — διαβούλιον debate neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβούλια — διαβούλιον debate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβούλιο — το (AM διαβούλιον) σύσκεψη, συμβούλιο και ιδιαίτερα αυτό που συνέρχεται κρυφά και με κακό σκοπό αρχ. μσν. η σκέψη αρχ. 1. το συμβούλιο 2. πληθ. κρίσεις, αποφάνσεις, απόψεις που εκφέρονται σε σύσκεψη … Dictionary of Greek
υπερτίθημι — ΜΑ [τίθημι] μσν. (μόνον μέσ.) ὑπερτίθεμαι αναβάλλομαι αρχ. 1. τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. τοποθετώ κάτι σε άλλη μεριά, τό μεταφέρω 3. κοινοποιώ, ανακοινώνω 4. (για χρονικό διάστημα) διαρκώ πέρα από ένα ορισμένο χρονικό σημείο, τό… … Dictionary of Greek